ἀέτωσις

ἀέτωσις
ἀέτωσις [ᾱ], εως, ,
A arched roof of χελώνη, Ath.Mech.13.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αέτωσις — ἀέτωσις ( εως), η (Α) [ἀετός] 1. κατασκευή αετώματος 2. (για πολιορκητικές μηχανές, όπως η χελώνη) τοξοειδής, καμαροειδής οροφή …   Dictionary of Greek

  • ἀετώσιος — ἀέτωσις arched roof fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀετώσιος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθάλωσις — αἰθάλωσις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό αἰθαλώσεις) το μαύρισμα από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθαλῶ ή απευθείας από τη λ. αἴθαλος, πρβλ. και αἰετὸς ἀέτωσις] …   Dictionary of Greek

  • λόφωσις — λόφωσις, ἡ (Α) (για πτηνό) η ύπαρξη λοφίου στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, κατά το ἀέτωσις] …   Dictionary of Greek

  • ἀετώσεως — ἀετώσεω̆ς , ἀέτωσις arched roof fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”